σχοίνινος

σχοίνινος
-η, -ο / σχοίνινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σκοίνινος, -η, -ο, Ν, και μτγν. τ. θηλ. σχοινίς, -ίδος, Α [σχοῑνος]
νεοελλ.
κατασκευασμένος με σχοινί
αρχ.
κατασκευασμένος από σχοίνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σχοίνινος, -η, -ο — και σκοινένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σχοινί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχοίνινος — of rushes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοίνινον — σχοίνινος of rushes masc acc sg σχοίνινος of rushes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίναις — σχοίνινος of rushes fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίνην — σχοίνινος of rushes fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίνοις — σχοίνινος of rushes masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίνου — σχοίνινος of rushes masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίνῳ — σχοίνινος of rushes masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινίνας — σχοινίνᾱς , σχοίνινος of rushes fem acc pl σχοινίνᾱς , σχοίνινος of rushes fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”